- ὠμοργής
- ὠμοργής, ές,A = σκληρὸς καὶ χαλεπός, EM822.12, AB318: also [full] ὠμοργός, όν, ibid., cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμοργής — ές, Α βλ. ὠμοργός … Dictionary of Greek
ὠμοργές — ὠμοργής masc/fem voc sg ὠμοργής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοργός — όν, και ᾠμοργής, ές, Α σκληρός, απάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + οργός / οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργός / φιλ οργής] … Dictionary of Greek